Κυριακή του Θωμά: Από την Αμφιβολία στην Ομολογία Πίστης

Αναλύουμε την Κυριακή του Θωμά, τη σημασία της αμφιβολίας και της ομολογίας «ο κύριός μου και ο θεός μου». Εξερευνούμε τη σημασία της πίστης χωρίς θέαση στην σύγχρονη εποχή.

ΕΥΑΓΓΕΛΙΚΆ ΑΝΑΓΝΏΣΜΑΤΑΠΕΝΤΗΚΟΣΤΉ

π. Ελευθέριος Χριστοδουλάκης

4/25/2025

Christ the Redeemer
Christ the Redeemer

Αγαπητοί μου εν Χριστώ αδελφοί, Χριστός Ανέστη!

Σήμερα, οκτώ ημέρες μετά την έμπλεη φωτός εορτή της Αναστάσεως, η Αγία μας Εκκλησία μας καλεί να εορτάσουμε την Κυριακή του Αντίπασχα. "Αντί-πασχα" όχι με την έννοια της αντίθεσης προς το Πάσχα, αλλά με την έννοια της αντανάκλασης, της επανάληψης, της επιβεβαίωσης της αστείρευτης χαράς και του κοσμοσωτήριου θαύματος της Εγέρσεως. Είναι η Κυριακή που η Εκκλησία μας αφιερώνει στην ψηλάφηση του Αποστόλου Θωμά, ένα γεγονός καθοριστικό που σφράγισε ανεξίτηλα την πίστη της Εκκλησίας στην αλήθεια και την πραγματικότητα του Σαρκωθέντος, Σταυρωθέντος και Αναστάντος Κυρίου μας Ιησού Χριστού.

Το Ευαγγελικό ανάγνωσμα της ημέρας, από τον αγαπημένο μαθητή Ιωάννη (Ιωάν. κ' 19-31), μας μεταφέρει στο γνώριμο υπερώο της Ιερουσαλήμ, τον τόπο του Μυστικού Δείπνου. Οι μαθητές, όλοι πλην του Θωμά, είχαν ήδη βιώσει την πρώτη, ειρηνοποιό και χαροποιό εμφάνιση του Αναστάντος Κυρίου, πίσω από τις κλειστές πόρτες, λόγω του φόβου των Ιουδαίων. Όταν, γεμάτοι δέος και αγαλλίαση, μετέφεραν στον Θωμά το συγκλονιστικό μήνυμα «Είδαμε τον Κύριο», εκείνος, ίσως πληγωμένος από την απουσία του κατά την κρίσιμη στιγμή, ίσως βυθισμένος ακόμη στη βαθιά θλίψη που προκάλεσε ο Σταυρός, ή εκφράζοντας απλώς μια βαθιά, ανθρώπινη ανάγκη για απτή βεβαιότητα, προβάλλει την περίφημη απαίτηση: «Αν δεν δω στα χέρια του το σημάδι από τα καρφιά, και βάλω το δάχτυλό μου στο σημάδι των καρφιών, και βάλω το χέρι μου στην πλευρά του, δεν πρόκειται να πιστέψω».

Πολλοί σπεύδουν να χαρακτηρίσουν τον Θωμά ως «άπιστο», ως τον μαθητή της αμφιβολίας. Όμως, η Ιερά Παράδοση της Εκκλησίας μας, φωτισμένη από το Άγιο Πνεύμα και ερμηνευμένη από τους Αγίους Πατέρες, διακρίνει βαθύτερες διαστάσεις. Ο Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος, για παράδειγμα, δεν βλέπει στη στάση του Θωμά προϊόν κακοπιστίας, αλλά Θεία «οικονομία». Εξηγεί πως ο Θεός επέτρεψε αυτή την προσωρινή αμφιβολία, ώστε η βεβαιότητα της Ανάστασης να σφραγιστεί με τρόπο αδιάψευστο, όχι μόνο μέσω της ακοής, αλλά και μέσω της όρασης και της αφής. Αυτό έγινε, λέει ο Χρυσόστομος, για να βεβαιωθούν πληρέστερα όλοι οι πιστοί των επομένων γενεών και για να κλειστούν τα στόματα όσων στο μέλλον θα αρνούνταν την πραγματικότητα της σάρκας του Χριστού και της Ανάστασής Του (όπως οι αιρετικοί Δοκήτες). Η επιμονή του Θωμά δεν ήταν άρνηση, αλλά πήγαζε από μια βαθιά αγάπη που ζητούσε τον ίδιο τον Διδάσκαλο που είδε να πάσχει, όχι ένα φάντασμα ή μια ιδέα. Η υμνολογία της ημέρας εύστοχα αναφέρεται στο χέρι του ως ερευνητικό, ένα χέρι που από πόθο ψάχνει, ερευνά, ζητά την αλήθεια.

Και ο Κύριος της δόξης, ο Νικητής της φθοράς και του θανάτου; Η απάντησή Του είναι η επιτομή της αγάπης και της συγκατάβασης. Δεν οργίζεται, δεν αποστρέφεται, δεν επιπλήττει σκληρά. Οκτώ ημέρες μετά, επιστρέφει στο ίδιο σημείο. Εισέρχεται και πάλι «ενώ οι πόρτες ήταν κλειστές», αποδεικνύοντας τη νέα, πνευματική και άφθαρτη ποιότητα του Αναστημένου Σώματός Του, το οποίο όμως παραμένει απολύτως πραγματικό και ψηλαφητό. Απευθύνεται ευθέως στον Θωμά, με λόγια που είναι ταυτόχρονα πρόσκληση και απόδειξη: «Φέρε το δάχτυλό σου εδώ και δες τα χέρια μου, και φέρε το χέρι σου και βάλ’ το στην πλευρά μου, και μη γίνεσαι άπιστος, αλλά πιστός». Ας προσέξουμε, αδελφοί μου, αυτή την κίνηση, όπως την αποτυπώνει γλαφυρά και η αγία Εικονογραφία του γεγονότος: συχνά ο Χριστός εικονίζεται να οδηγεί ο Ίδιος το χέρι του Θωμά προς την λογχευμένη πλευρά Του. Δεν είναι απλή άδεια για έλεγχο, είναι μια κίνηση άπειρης αγάπης και ταπείνωσης. Οι πληγές Του, τα σημάδια των ήλων και της λόγχης, δεν είναι πλέον σημάδια πόνου και ήττας, αλλά τα αιώνια τρόπαια της νίκης Του κατά του θανάτου, οι αδιάψευστες μαρτυρίες της αγάπης Του που «τους αγάπησε ως το τέλος». Μας θυμίζει, άλλωστε, και την προηγούμενη εμφάνισή Του στους μαθητές, όπως την καταγράφει ο Ευαγγελιστής Λουκάς, όπου τους προέτρεπε όλους: «Ψηλαφήστε με και δείτε, γιατί ένα πνεύμα δεν έχει σάρκα και οστά, όπως βλέπετε εμένα να έχω», διαλύοντας κάθε αμφιβολία για την υλικότητα του Αναστημένου Σώματός Του.

Η αντίδραση του Θωμά είναι άμεση, καθολική, συντριπτική στην ειλικρίνειά της. Η αμφιβολία διαλύεται στο φως της Αλήθειας. Η ψηλάφηση μεταμορφώνεται σε θεολογία. Η απαίτηση για απτή απόδειξη καταλήγει στην πληρέστερη, στην πιο υψηλή ομολογία πίστης που ακούγεται στα Ευαγγέλια: «Ὁ Κύριός μου καὶ ὁ Θεός μου!». Όπως εύστοχα υπογραμμίζει ο Άγιος Κύριλλος Αλεξανδρείας, με αυτή την διπλή και τόσο περιεκτική κραυγή, ο Θωμάς ομολογεί τέλεια και τις δύο φύσεις του Χριστού: αναγνωρίζει τον Άνθρωπο Ιησού, τον Διδάσκαλό του, τον Κύριό του, αλλά ταυτόχρονα διακηρύσσει πανηγυρικά την Θεότητά Του, αποκαλώντας Τον αληθινό Θεό του. Η ειλικρινής αναζήτηση, ακόμη και μέσω της οδού της αμφιβολίας, κορυφώνεται στην προσωπική, βιωματική συνάντηση με τον Θεάνθρωπο.

Και τώρα ας επιχειρήσουμε τον παραλληλισμό με την δική μας εποχή, με την δική μας ζωή. Ζούμε σε έναν κόσμο που μοιάζει συχνά να υιοθετεί την αρχική στάση του Θωμά: την απαίτηση για αισθητές αποδείξεις. Ο ορθολογισμός, ο υλισμός, η επιστημονική θεώρηση – συχνά ερμηνευμένη με τρόπο στενά θετικιστικό – κυριαρχούν και τείνουν να θέτουν υπό αμφισβήτηση οτιδήποτε δεν μπορεί να μετρηθεί, να ζυγιστεί, να ελεγχθεί στο εργαστήριο. «Αν δεν δω με τα μάτια μου, αν δεν αγγίξω με τα χέρια μου, αν δεν το εξηγήσει η λογική μου, δεν μπορώ να πιστέψω». Πόσες φορές, αλήθεια, κι εμείς οι ίδιοι, ιδιαίτερα σε περιόδους δοκιμασίας, πόνου, ασθένειας, αδικίας ή μπροστά στο παράλογο του κακού που βλέπουμε στον κόσμο, δεν νιώθουμε την καρδιά μας να κλονίζεται, την πίστη μας να αμφιταλαντεύεται; Πόσες φορές δεν ψιθυρίζουμε, συνειδητά ή ασυνείδητα, την ερώτηση: «Πού είσαι, Θεέ; Αν υπάρχεις, γιατί επιτρέπεις όλα αυτά; Γιατί δεν επεμβαίνεις αισθητά;». Η Αγία Γραφή, διά του Αποστόλου Ιακώβου, μας προειδοποιεί για τον κίνδυνο αυτής της αμφιβολίας που μπορεί να μας κάνει «δίψυχους», ανθρώπους με διχασμένη καρδιά, «ασταθείς σε όλη τους την πορεία».

Όμως, η σημερινή ευαγγελική περικοπή και η ερμηνεία της από την Ιερά Παράδοση δεν μας αφήνουν αβοήθητους. Μας προσφέρουν πολύτιμα διδάγματα και πνευματικά εφόδια για την πορεία μας:

  1. Η Ειλικρινής Αμφιβολία Δεν Είναι Άρνηση: Ο Κύριος δεν καταδίκασε τον Θωμά για την ερώτησή του, αλλά απάντησε με αγάπη στην βαθιά ανάγκη της καρδιάς του. Η ειλικρινής αναζήτηση της αλήθειας, ακόμη κι αν περνά μέσα από την ομίχλη της αμφιβολίας, δεν είναι αμαρτία. Μπορεί να γίνει αφετηρία για μια πιο ώριμη και συνειδητή πίστη, αρκεί να πηγάζει από πόθο για τον Θεό και όχι από εγωιστική αυτάρκεια ή πεισματική άρνηση.

  2. Η Εκκλησία ως Ο Τόπος της Συνάντησης: Είναι σημαντικό ότι ο Θωμάς έλειπε την πρώτη φορά που ο Χριστός εμφανίστηκε στους μαθητές. Τον συνάντησε όταν ήταν μαζί τους, «σὺν τοῖς μαθηταῖς» (δηλαδή, μαζί με τους μαθητές), μέσα στην κοινότητα της Εκκλησίας. Η προσωπική μας πίστη, αν και βιώνεται ατομικά, τρέφεται, δυναμώνει και επιβεβαιώνεται μέσα στο Σώμα του Χριστού. Η Εκκλησία, με τις ακολουθίες της, τα μυστήριά της, την κοινωνία των πιστών, είναι ο κατεξοχήν χώρος όπου ο Χριστός είναι παρών και μας συναντά, σύμφωνα με την υπόσχεσή Του: «Γιατί όπου είναι δύο ή τρεις συγκεντρωμένοι στο όνομά μου, εκεί είμαι κι εγώ ανάμεσά τους».

  3. Η Ψηλάφηση του Χριστού Σήμερα: Πώς μπορούμε εμείς, που ζούμε δύο χιλιετίες μετά, να «βάλουμε το δάχτυλο στο σημάδι των καρφιών»; Οι Άγιοι Πατέρες μας διδάσκουν ότι η ψηλάφηση του Χριστού είναι δυνατή και για εμάς, με πνευματικό τρόπο. Τον αγγίζουμε πρωτίστως στα Άγια Μυστήρια, και κυρίως στο Μυστήριο των Μυστηρίων, τη Θεία Ευχαριστία, όπου κοινωνούμε το ίδιο το Πανάγιο Σώμα και το Τίμιο Αίμα Του – το Σώμα που έπαθε, σταυρώθηκε και αναστήθηκε. Τον αγγίζουμε με την προσευχή, όταν η καρδιά και ο νους μας ενώνονται μαζί Του. Τον αγγίζουμε μελετώντας τον ζωντανό Λόγο Του, την Αγία Γραφή. Και, όπως μας βεβαίωσε ο Ίδιος, τον αγγίζουμε κάθε φορά που δείχνουμε έμπρακτη αγάπη στον πλησίον, ιδίως στον «ελάχιστο αδελφό» που πεινά, διψά, είναι γυμνός, ασθενής, φυλακισμένος ή ξένος. Οι πληγές των συνανθρώπων μας γίνονται οι πληγές του Χριστού που μας καλούν να τις θεραπεύσουμε με την αγάπη και το έλεός μας.

  4. Η Μακαριότητα της Πίστης που Δεν Βλέπει: Ο τελευταίος λόγος του Κυρίου στον Θωμά αποτελεί μια διαχρονική ευλογία και ένα παράσημο τιμής για όλους τους πιστούς κάθε εποχής: «Μακάριοι όσοι δεν είδαν και όμως πίστεψαν». Εδώ βρίσκεται η καρδιά της χριστιανικής πίστης. Η πίστη δεν είναι απλή αποδοχή κάποιων ιδεών, αλλά, όπως την ορίζει ο Απόστολος Παύλος, είναι «βεβαιότητα γι’ αυτά που ελπίζουμε, απόδειξη για πράγματα που δεν βλέπουμε». Εμείς, οι οποίοι, όπως λέει και ο Απόστολος Πέτρος, τον Χριστό «αν και δεν τον έχετε δει, τον αγαπάτε· αν και τώρα δεν τον βλέπετε, πιστεύετε σ’ αυτόν και αγάλλεστε με χαρά ανεκλάλητη και δοξασμένη», καλούμαστε σε αυτή τη μακάρια πίστη. Μια πίστη που στηρίζεται στην αξιόπιστη μαρτυρία των Αποστόλων, στην αδιάκοπη εμπειρία και ζωή της Εκκλησίας ανά τους αιώνες, και στην εσωτερική, μυστική μαρτυρία του Αγίου Πνεύματος στις καρδιές μας.

Αγαπητοί μου αδελφοί, ας μη μας παραλύει η όποια αμφιβολία μπορεί να γεννηθεί μέσα μας από τις δυσκολίες της ζωής ή την πίεση του σύγχρονου κόσμου. Ας την κάνουμε, μιμούμενοι τον δρόμο του Αγίου Θωμά, αφετηρία για βαθύτερη αναζήτηση, για πιο ένθερμη προσευχή, για πιο συνειδητή συμμετοχή στη ζωή της Εκκλησίας μας. Ας πλησιάζουμε τα Άγια Μυστήρια, ιδίως το Ποτήριο της Ζωής, με πίστη, πόθο και την ειλικρίνεια του Θωμά, ζητώντας να συναντήσουμε και να αγγίξουμε τον Αναστάντα Κύριο. Και ας γίνει η ομολογία του Θωμά, όχι απλώς λόγια που επαναλαμβάνουμε, αλλά κραυγή της καρδιάς μας και πυξίδα ολόκληρης της ζωής μας: «Ὁ Κύριός μου καὶ ὁ Θεός μου!». Έτσι, θα βιώσουμε την αληθινή ειρήνη και τη χαρά της Αναστάσεως και θα αξιωθούμε της μακαριότητας που ο Κύριος υποσχέθηκε σε όσους πιστεύουν, έστω και αν δεν Τον είδαν με τα φυσικά τους μάτια.

Χριστός Ανέστη! Αληθώς Ανέστη! Αμήν.